ὑποθηκῶν

ὑποθηκῶν
ὑποθήκη
suggestion
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Стобей — (Stobäos) Иоанн византийский компилятор, родом из македонского города Стоби (обыкновенно называемый поэтому Стобейским); жил, вероятно, в первые десятилетия VI века, в своем родном городе, вел уединенный образ жизни и отличался преданностью… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Стобей — Иоанн Стобей (греч. Ἰωάννης ὁ Στοβαῖος) византийский писатель компилятор V века, родом из македонского города Стоби (обыкновенно называемый поэтому Стобейским). Автор четырёхтомной подборки из греческих книг (была составлена им для воспитания и… …   Википедия

  • СТОБЕЙ —     СТОБЕЙ Иоанн (Ιωάννης о Στοβαίος) (нач. 5 в. н. э.) античный доксограф и педагог, составитель антологии “выдержек, изречений и наставлений” в 4 кн. (εκλογών αποφθεγμάτων υποθηκών), первоначально предназначенной для обучения его сына Септимия …   Философская энциклопедия

  • СТОБЕЙ ИОАНН —     СТОБЕЙ ИОАНН (Ἰωάννης ὁ Στοβαῖος) (нач. 5 в. н. э.), знаменитый античный доксограф и педагог, составитель антологии «выдержек, изречений и наставлений» в 4 кн. (ἐκλογῶν ἀποφθεγμάτων ὑποθηκῶν), первоначально предназначенной для обучения его… …   Античная философия

  • δημοσιότητα — η 1. το να περιέρχεται κάτι στην κοινή αντίληψη 2. το να είναι ή το να γίνεται κάτι δημόσια γνωστό 3. φρ. α) «το φως τής δημοσιότητας» η δημοσίευση β) «υπό τό φώς τής δημοσιότητας» κάτω από το πρίσμα τής αλήθειας που έγινε διάφανη από τη… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • προσημείωση — η / προσημείωσις, ώσεως, ΝΜ [προσημειῶ] νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) είδος ασφαλιστικού μέτρου τής πολιτικής δικονομίας, εγγραφή υποθήκης ύστερα από άδεια τού δικαστηρίου με την αναβλητή αίρεση τής τελεσίδικης… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”